- Ἀρισταγόρας
- Ἀρισταγόρᾱς , Ἀρισταγόρηςmasc acc plἈρισταγόρᾱς , Ἀρισταγόρηςmasc nom sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αρισταγόρας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Μολπαγόρου (; 496 π.Χ.). Τύραννος της Μιλήτου. Με εισήγησή του οι Πέρσες εκστράτευσαν εναντίον της Νάξου (500 π.Χ.) αλλά χωρίς επιτυχία. Το 499 π.Χ. εκμεταλλεύτηκε τη δυσαρέσκεια των Ιώνων εναντίον των Περσών και … Dictionary of Greek
Aristagoras — (en grec Αρισταγόρας ο Μιλήσιος, date de naissance et de mort inconnues) fut le tyran de la ville ionienne de Milet vers la fin du VIe siècle et le début du Ve siècle av. J. C. Biographie Il est le fils de Molpagoras et le beau fils et neveu de… … Wikipédia en Français
АРИСТАГОР — • Aristagoras, Άρισταγόρας, зять Гистиея, наследовавший от него тиранию над Милетом, после того как Гистией отправился в Сусы к царю Дарию. По совету А. Дарий снарядил флот для завоевания Наксоса и для возвращения на этот остров… … Реальный словарь классических древностей
άριστος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός συγγραφέας (3ος 2ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τη Σαλαμίνα της Κύπρου. Έγραψε μαζί με τον Ασκληπιάδη μια Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. 2. Φιλόσοφος της Νέας Ακαδημίας (1ος αι. π.Χ.). Ήταν αδελφός του… … Dictionary of Greek
ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… … Dictionary of Greek
ράβω — ῥάπτω, ΝΜΑ, και ράφτω Ν συνάπτω, ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα με ραφή (α. «έραψε το τραύμα μου» β. «ἔντοσθεν διὰ βορίας ῥάψε θαμειάς», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. κατασκευάζω ένδυμα για άλλον («η μοδίστρα άρχισε να ράβει το φόρεμά μου») 2. αναθέτω σε … Dictionary of Greek
Μύρκινος — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 370 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος, του νομού Σερρών. Βρίσκεται προς τα δυτικά της επαρχίας και στο σημείο που ενώνεται ο ποταμός Αγγίτης με τον Στρυμόνα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νέας Ζίχνης. II Πόλη της… … Dictionary of Greek
Χείλων ή Χίλων — Ένας από τους Επτά Σοφούς της αρχαιότητας. Λακεδαιμόνιος, γιος του Δαμάγητου. Ήκμασε στην 56η Ολυμπιάδα (556 π.Χ.). Ο Διογένης Λαέρτιος αποδίδει στον X. τον περιορισμό της βασιλικής εξουσίας με τον θεσμό των εφόρων. Έγινε διάσημος για τη… … Dictionary of Greek